Το Τέλος της πρώτης μας διαδρομής με ταξί
Τα τεράστια πλατάνια και το μικρό παρκάκι με το σιντριβάνι χάνονταν σιγά-σιγά στον καθρέφτη, μαζί με τις αναμνήσεις που είχαν ξυπνήσει. Έστρεψα το κεφάλι μου δεξιά για να ρίξω μια ματιά στο σπίτι της Νούλας. Δεκαετίες ανάπτυξης είχαν δημιουργήσει μια «κουρτίνα» από γυαλιστερά φύλλα βελανιδιάς που έκρυβαν τη θέα. Ένα γκρι όχημα φαινόταν μέσα από τα δέντρα — στο ίδιο σημείο που κάποτε υπήρχε το κάρο με το άλογο, το οποίο χρησιμοποιούσαμε με τη Νούλα σαν κρυψώνα. Για μια στιγμή, τα έντονα συναισθήματα που με κατέκλυσαν όταν μπήκαμε στο χωριό, έδωσαν τη θέση τους στην απορία: Πού να είναι άραγε τώρα η παιδική μου φίλη;

Πριν προλάβω να επεξεργαστώ αυτές τις σκέψεις, είχαμε ήδη φτάσει στο κέντρο του χωριού — η ταβέρνα των Καταραχιών, η εκκλησία και η πλατεία με τη βρύση. Εκείνη η βρύση ήταν η κύρια πηγή πόσιμου νερού όταν ήμουν παιδί. Δεν ξέρω πότε ακριβώς οι Κωστοχωρίτες απέκτησαν νερό στο σπίτι, αλλά θυμάμαι πως, όταν επισκέφτηκα τον θείο μου στις αρχές της δεκαετίας του ’70, υπήρχε νεροχύτης στην κουζίνα του. Μαζί με αυτές τις σκέψεις, επέστρεψαν και οι αναμνήσεις του κουβαλήματος νερού (Κεφάλαιο 11), και η ύπαρξη του μοναδικού τηλεφώνου στο χωριό — το 1958, μέσα στην ταβέρνα των Καταραχιών. Εκείνο το βράδυ του Φλεβάρη χτύπησε το τηλέφωνο και ο θείος Παύλος ειδοποιήθηκε για τον θάνατο της αδερφής του. Του ζήτησαν να παραλάβει το φέρετρο… και τα δύο της μικρά κορίτσια.

Αρχές Οκτωβρίου 2023, το χωριό φάνηκε ερημωμένο. Η Θάλεια Καταραχιά και ο σύζυγός της είναι από τις πέντε οικογένειες που ζουν μόνιμα εκεί. Οι υπόλοιποι κάτοικοι έρχονται το καλοκαίρι, όταν κλείνουν τα σχολεία, και φεύγουν μόλις ξεκινήσει η νέα σχολική χρονιά. Η ταβέρνα λέγεται επίσημα Κληματαριά. Η κυρία Ιουλία Καταραχιά έφυγε από τη ζωή πριν μερικά χρόνια. Είχαμε όμως τη χαρά να γνωρίσουμε την κόρη της, τη Θάλεια, που μαζί με τον αδελφό της συνεχίζουν την οικογενειακή παράδοση. Η ζωηρή Θάλεια, όπως ήταν φυσικό, δεν δεχόταν «όχι» στην προσφορά ελληνικής φιλοξενίας. Καθίσαμε για το μεσημεριανό φαγητό.
Πριν καλά-καλά το καταλάβουμε, το ξύλο είχε γίνει θράκα και η σχάρα ήταν έτοιμη να δεχτεί τα καλαμάκια χοιρινού. Από το τραπέζι μας ακούγαμε το τσίκνισμα από τα ζουμιά καθώς ο αδελφός της Θαλειας έκανε τα δικά του μαγικά στη φωτιά. Η Θάλεια έφερε ένα λευκό μπολ με κομμένες ντομάτες, αγγουράκια, κόκκινες πιπεριές, ροδέλες κρεμμυδιού, ελιές Καλαμών και από πάνω ένα τετράγωνο κομμάτι φέτας. Το κίτρινο τραπεζομάντιλο ήταν σκεπασμένο, όπως συνηθίζεται στις ταβέρνες, με χάρτινο κάλυμμα στολισμένο με ελιές και το όνομα της ταβέρνας. Να αναφέρω πως εκτός από τα φρέσκα υλικά — από τον λαχανόκηπο δίπλα στη σχάρα — τίποτα δεν κάνει τη χωριάτικη σαλάτα πιο νόστιμη από το ελαιόλαδο που παράγεται από τα ίδια τα ελαιόδεντρα του καταστήματος.

Η Θάλεια μάς διηγήθηκε ιστορίες που της είχε μεταφέρει η μητέρα της για τους γονείς μας και για εμάς. Καθώς απολαμβάναμε το φαγητό, συνέχισε με νέα για τις εξελίξεις στο χωριό. Με ενθουσιασμό μάς μίλησε για το μνημείο που στήθηκε προς τιμήν των πρώτων κατοίκων του Κωστοχωρίου, ύστερα από έρευνα της επιτροπής του συλλόγου του χωριού. Όσο κι αν απολάμβανα κάθε μπουκιά από το σουβλάκι και τις σπιτικές τηγανητές πατάτες, ανυπομονούσα να δω το μνημείο — ανάμεσα στα ονόματα ήταν και της αγαπημένης μου γιαγιάς. Α, και να μην ξεχάσω το ψωμί: σκληρή κόρα, αλλά τόσο αφράτο στο εσωτερικό, ιδανικό για να το βουτήξεις στο λάδι! Όπως συνηθίζεται, στο τέλος του γεύματος ήρθε το κέρασμα: τρία μικρά γυάλινα πιατάκια με βύσσινα γλυκό του κουταλιού, φτιαγμένα από τα χεράκια της Θάλειας.
Η Λένα έμεινε να κουβεντιάσει με τη Θάλεια, ενώ εγώ και ο Τσαρλς συνεχίσαμε τη βόλτα μας. Ανάψαμε κεράκια στην εκκλησία κι έπειτα πήγαμε στην αυλή για να δούμε το μνημείο από μαύρο γρανίτη. Ένιωσα μια γλυκιά ζεστασιά στο στομάχι καθώς διάβαζα τα γνωστά ονόματα της παιδικής μου ηλικίας. Πέρασα το δάχτυλό μου πάνω από το λευκό σκαλισμένο όνομα Καραβασίλη Δέσποινα και άκουσα μέσα μου τη φωνή της γιαγιάς μου να λέει «λελεύω σε».

Ανηφορίσαμε προς το παλιό μονοθέσιο σχολείο. Η δυσάρεστη ανάμνηση του δασκάλου μας, του κυρίου Γεράσιμου, ήρθε κατευθείαν στο μυαλό. Παρ’ όλα αυτά, ένιωσα ξανά εκείνο το κοριτσάκι των δέκα ετών να αισθάνεται ασφάλεια στο σχολείο. Τότε πίστευα πως θα ζούσα για πάντα στο χωριό. Ίσως επειδή η αγάπη που μου πρόσφεραν η γιαγιά και ο θείος Παύλος ήταν πολύ πιο δυνατή από την αντιπάθεια που ένιωθα για τη σκληρότητα του δασκάλου μου. Η Θάλεια μάς ενημέρωσε πως το σχολείο, αφού δεν λειτουργεί πια, μετατρέπεται σε κοινοτικό κέντρο.
Ο Τσαρλς και εγώ συνεχίσαμε την περιήγησή μας. Βγάλαμε φωτογραφίες από το παλιό σπίτι της γιαγιάς, το κάμπινγκ, το σιντριβάνι, τις καστανιές — ό,τι θύμιζε το χωριό της αγαπημένης μου γιαγιάς. Και μετά επιστρέψαμε στην ταβέρνα.
Το Κωστοχώρι ήταν ο τελευταίος σταθμός στην πρώτη μας διαδρομή με ταξί. Επιστρέφοντας εκεί, νιώθω πως τιμήσαμε εκείνο το κομμάτι του παρελθόντος που άλλαξε τις ζωές μας. Ναι, η ανάμνηση εκείνου του θλιβερού Φλεβάρη είναι έντονη και πονεμένη. Όμως εγώ και η Λένα είμαστε ευγνώμονες για τη ζωή που χτίσαμε μετά την κατάρρευση της μικρής μας οικογένειας. Είμαστε ευλογημένες.

Στο επόμενο blog post, θα σας γράψω για μια ακόμα επίσκεψη στο Κωστοχώρι, με έναν πολύ ξεχωριστό άνθρωπο: τον εγγονό μου, 18 ετών, που ήθελε να δει από κοντά όσα διάβασε στο Taxi to America. Και αυτό… είναι ανεκτίμητο.
Έχετε επισκεφτεί ποτέ έναν τόπο που σας προκάλεσε ταυτόχρονα λύπη και χαρά; Θα ήθελα πολύ να ακούσω την ιστορία σας. Στείλτε μου ένα μήνυμα – πατήστε στο Contact .